πολύχειρος

πολύχειρος
-η, -ο / πολύχειρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πολλά χέρια
αρχ.
αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χειρος (< χείρ, «χέρι»), πρβλ. ποικιλό-χειρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυχειρία — ἡ, ΜΑ [πολύχειρος] 1. το πλήθος τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών 2. η ιδιότητα τού πολύχειρου, το να έχει κανείς πολλά χέρια …   Dictionary of Greek

  • πολύχειρ — ο, η, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος αρχ. αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγ χειρ] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”